- φρουροῦ
- φρουρέωkeep watchpres imperat mp 2nd sg (attic)φρουρέωkeep watchimperf ind mp 2nd sg (attic)φρουρόςwatchermasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Массовые беспорядки в Греции (2008) — Не следует путать с Общенациональная забастовка и акции протеста в Греции (2010 2011). События в Афинах. Декабрь 2008 года Массовые беспорядки в Афинах ожесточённые сто … Википедия
Массовые беспорядки в Афинах (2008) — Фотография из мест событий в Афинах. Массовые беспорядки в Афинах ожесточённые столкновения между леворадикальными группами молодёжи и отрядами полиции особого назначения. Содержание 1 История 2 Инцидент Стрельбы … Википедия
έμφρουρος — ἔμφρουρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ή τοποθετεί φρουρά για τη δική του προστασία («ἅτ ἐμφρούρων ὄντων Ἀθηναίων», Ξεν.) 2. αυτός που εκτελεί υπηρεσία φρουρού 3. αυτός που φρουρείται, φρουρούμενος, επιτηρούμενος 4. φυλακισμένος, σε περιορισμό … Dictionary of Greek
διαβαίνω — (AM διαβαίνω) Ι. (μτθ. με αιτ.) 1. περνώ από κάποιον τόπο, διασχίζω 2. περνώ από το ένα μέρος στο άλλο 3. φρ. «διέβη τον Ρουβίκωνα» με αποφασιστικότητα επιχείρησε κάτι παράτολμο II. (αμτβ.) 1. διέρχομαι, κυλώ, περνώ 2. παρέρχομαι, περνώ, παύω να… … Dictionary of Greek
κοιτάζω — και κοιτώ, άω (AM κοιτάζω) νεοελλ. 1. εξετάζω ιατρικά (α. «πρέπει να κοιτάξω τα μάτια μου» β. «έχει συνεχώς πονοκεφάλους, γι αυτό πρέπει να πάει να κοιταχτεί») 2. φρ. α) «να κοιτάς τη δουλειά σου» να μην ασχολείσαι με το τί κάνουν οι άλλοι β)… … Dictionary of Greek
λυκόφρων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Μήστορος και καταγόταν από τα Κύθηρα. Η μυθολογική παράδοση αναφέρει ότι έφυγε από την πατρίδα του, επειδή είχε διαπράξει φόνο και πήγε να πολεμήσει στην Τροία υπό την αρχηγία του Αίαντα του Τελαμώνιου, αλλά… … Dictionary of Greek
ουρεύω — οὐρεύω (Α) [ούρος (Ι)] εκτελώ τα καθήκοντα φρουρού … Dictionary of Greek
παραφυλακώ — έω, Α [παραφύλαξ, ακος] έχω την ιδιότητα του παραφύλακος, τού φρουρού, εκτελώ την υπηρεσία τού παραφύλακος … Dictionary of Greek
πεζοναύτης — Άντρας που ανήκει σε αποβατικό άγημα. Οι π. εκπαιδεύονται κατάλληλα και χρησιμοποιούνται στα πολεμικά πλοία για τη διενέργεια αποβάσεων. Π. είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες, που τους ονόμαζαν επιβάτες. Στα νεότερα χρόνια οι π. αποτελούσαν επίλεκτο… … Dictionary of Greek
φρουρά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φρουρή Α 1. φρούρηση, φύλαξη, υπεράσπιση 2. ομάδα προσώπων, ιδίως στρατιωτών, που είναι υπεύθυνη για τη φρούρηση θέσεως, κτηρίου ή προσώπου (α. «η φρουρά τής βουλής» β. «καταλιπὼν ἐν ταῖς ἄκραις ἰσχυρὰς Περσέων φρουράς», Ξεν.) … Dictionary of Greek